- ανοσολογία
- immunologia (f) rzecz.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
ανοσολογία — η η μελέτη των μηχανισμών με τους οποίους οι οργανισμοί αντιστέκονται και εξουδετερώνουν τη νόσο και τη μόλυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. immunology < immune «άνοσος» + logy < λογία*] … Dictionary of Greek
ραδιοανοσολογία — η, Ν (βιοχ.) η ραδιοανοσοδοκιμασία σύμφωνα με τη γαλλική ορολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά ως προς το α και απόδοση ως προς το β συνθετικό λ., πρβλ. γαλλ. radio immunologie < λατ. radius «ακτίνα» + immunologie «ανοσολογία»] … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek